ΤΟ ΑΓΝΑΝΤΙ
Κάθε πρωί πνιγότανε ,
για χρόνια και καιρούς ,
σε μια συνήθεια απόξερη ,
στεγνού μηρυκασμού !
Κάθε πρωί το πάλευε ,
το κύμα το σαθρό ,
πού΄χεν οσμή σαν βούρκωμα
και χλιαρόν αφρό !
Με κάθε γλυκοχάραμα ,
κι ανάμεσα στο πάλεμα ,
σχεδία πελεκούσε ,
να΄χει τον ήλιο πρύμνη της ,
φανάρι και καντήλι της ,
που θα τον οδηγούσε !
Να΄χει μια ρότα ξέχωρη ,
κι ορίζοντα μελένιο ,
ένα πανάκι , δυο σχοινιά ,
και λιμανάκι απάνεμο ,
στην όψην ουρανένιο !
Μα όσο κι αν το πάλεψε ,
όσο κι αν προσδοκούσε ,
να βγει απ΄ την συνήθεια ,
που την ζωή μασούσε ,
όσο κι αν την επρόσμενε ,
γλυκύτατη κι αιθέρια ,
να ξημερώσει , η χαραυγή ,
αυτή σκεκόταν τιμωρός
και τού΄ δενε τα χέρια !
Την νύχτα όλο τον ξέβραζε ,
σ΄έναν πνιγμένον ύπνο ,
υποταγμένο σ΄άνεμους
και στης καρδιάς τον χτύπο !
Νωθρή και ξέσκεπη κι αυτή ,
ρολόϊ συνηθισμένο ,
κάνει τικ-τακ και δεν νογά ,
πως είναι χαλασμένο....
Λέξη στο προσκεφάλι του ,
κι αν έψαξε στο χάλι του ,
δεν βρήκε ούτε μία ,
που νά΄χει στάγμα γλυκερό ,
πλην ένα ποίημα τρυφερό ,
που γράφτηκε εν΄ αιθρία !!
Ήταν γιορτή... και προφανώς ,
του δώσαν ευκαιρία....
Βίκυ Τσιμπιρλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου