Βιογραφικο Γεργατσούλης Βασίλης

 
Γεργατσούλης Βασίλης


Ο Βασίλης Γεργατσούλης είναι δάσκαλος, φιλόλογος και Διδάκτορας
Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών με υποτροφία του ΙΚΥ.
Βιβλία του:
"Η Αναρά" (μυθιστόρημα) -
Σύγχρονη εποχή.
"Η υστερότοκη" (μυθιστόρημα) - Εντύποις.
"Το φάντασμα του Αγησίλαου" (μυθιστόρημα) - Εντύποις.
"Πέντε κραυγές" (μυθιστόρημα) - 24 Γράμματα.
"Μακαρόνια με... μακαρόνια" (μυθιστόρημα) - 24 Γράμματα.
"Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις... όμορφες περιλήψεις:
77 μικροδιηγήματα - flash fiction" - Αροθυμία.
"Το φάντασμα του Αγησίλαου" (θεατρικό)
[μαζί με την Κάτια Κοντεκάκη] - Εντύποις.
"Γυμνός και Ελεύθερος" (ποίηση) - Εντύποις.
"Καιροί σκεφτικοί. 84 ποιήματα χαϊκού" - 24 Γράμματα.
"Ο Μισοκοκοράκος" (λαϊκό παραμύθι) - Ταξιδευτής.
"Οι Τραγουδιστάδες" (λαϊκό παραμύθι) - Ταξιδευτής.
"Η πρώτη ιπτάμενη γάτα" (παιδικό) - Εντύποις.
"Το Τσουκαλάκι, ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου" (λαογραφικό) -
Πνευματικό Κέντρο Δήμου Καρπάθου.
"Η λειτουργικότητα του ανεκδοτολογικού λόγου στην κοινωνία της Καρπάθου: 
λαογραφικές προεκτάσεις" (λαογραφικό) - Εντύποις.
Έχει επιμεληθεί και προλογίσει πολλά βιβλία.
Έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε επιστημονικά συνέδρια. 
Μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά.
Μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα και παραμύθια του βραβεύτηκαν σε δεκάδες πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Εργάζεται ως διευθυντής στο 23ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας.


Το πανηγύρι της γραφής



Ρωτάς πού βρίσκω όρεξη και γράφω.

Είναι που μέσα μου χαράχτηκαν
παλαιικά "λόγια φτερωτά"
του Ομήρου και του Ησιόδου.
Είναι που εκεί στον φράχτη της ψυχής μου
κούρνιασαν άλλα "φτερωτά"...
θρύλοι και παραμύθια των γιαγιάδων
που άγραφα αιώνες τρύπωναν
στ’ αφτιά και στις καρδιές παιδιών.
Είμαι κι εγώ αιώνια παιδί
και τα λαχτάρησα.

Είναι που στις αποσκευές μου
χρόνια τώρα κουβαλώ
τα εύθυμα τραγούδια του νερού των ρυακιών
κάτω από θεόρατα πλατάνια.
Εκείνα τα τραγούδια
που ξεστομίζει το νερό
όταν παλεύει
τις πεισματάρες ποταμόπετρες να ημερέψει
και να λαξέψει στ’ άγριο δέρμα τους
χίλιες νερένιες διάφανες μορφές
και αγκομαχά στη θάλασσα να βγει.

Είναι που ακούω μες στα αφτιά μου τώρα ακόμα
των παιδικών μου χρόνων τα τζιτζίκια
όλο τον κόσμο να χαλούν
και να μου φανερώνουν
με το ατέλειωτο κζι-κζι τους
τ’ άρρητα μυστικά τ’ αέναου καλοκαιριού.


Είναι που νιώθω ακόμα
στην άκρη εκεί της γλώσσας μου, το αλάτι
απ’ της Αχάτας τ’ άπατα νερά
με την αλμύρα του να μου αποκαλύπτει
τερτίπια χταποδιών, τραγούδια φώκιας.
Να μου θυμίζει τους κοφτούς μονόλογους
που απαγγέλλει ο άνεμος ανεβασμένος
πάνω στου κύματος τη ράχη την παλλόμενη.
Κι άλλοτε πάλι να μου φανερώνει
του βυθού ήρεμους διαλογισμούς
ώρα μεσημεριού που νανουρίζονται τα ψάρια και ησυχάζουν.

Είναι και τα όνειρά μου, που φορούν ακόμα
το ίδιο κοντό παντελονάκι των παιδικών τους χρόνων
και φέρνουν δέκα βόλτες το χωριό με τα κυλίντρια τους
θορυβώδη, ακάματα και γελαστά
μες στο καταμεσήμερο που όλοι κοιμούνται.
Ας τα μαλώνει η γειτονιά,
αυτά δε σκιάζονται.
Και τρέχουν, όλο τρέχουν
και αρνούνται να γεράσουνε μαζί μου.

Είναι που μια φωνή
-ποιου στόματος δεν ξέρωμε προστάζει
να βάλω στο χαρτί όλα τούτα
να τα κληροδοτήσω σ’ άλλους
για να μη χαθούν.
Για να κρατήσει αιώνια το πανηγύρι της γραφής.

Αυτά είναι που με κρατάνε σε επαγρύπνηση
και γράφω


Η επιστράτευση (του Βασίλη Γεργατσούλη)
(Μιλάει η μάνα του στρατιώτη)
Θα φύγω, μάνα! μου είπες.
Δίπλωσες το χαρτί της επιστράτευσης
και το ’χωσες στην τσέπη σου.
Είσαι μικρός, είσαι παιδί ακόμα
για πόλεμο, έκανα να πω
μα δεν απόσωσα τον λόγο μου.
Σήκωσα αργά τα μάτια να σε δω.
Πότε ψήλωσες τόσο, γιε μου;
Οι ώμοι σου χώνονται μέσα στα σύννεφα
τα μαλλιά σου ψηλαφίζουν τον Θεό.
Πότε πρόλαβες και θέριεψες έτσι;
Γονάτισε λίγο, αγόρι μου, ν’ ακουμπήσεις
τις κορυφές των κυπαρισσιών.
Σκύψε να σ’ αποχαιρετήσω, να σε φιλήσω.
Μα εσύ, παιδί μου, μυρίζεις μπαρούτι…
μυρίζεις λευτεριά και ουρανό.
Φόρεσες το μητρικό φιλί για φυλαχτό.
Έτρεξες κι έσμιξες τ’ άλλα παιδιά.
Όλα ντυμένα στο χακί,
λες και ανδρώθηκαν σ’ ένα λεπτό.
Τότε ένα δάκρυ κύλησε στα μάγουλά σου.
Το είδα και ταράχτηκα.
Είσαι μικρός, είσαι παιδί ακόμα, γιε μου.
Πού σε πάνε; φώναξα.
Μα είχες ακουμπήσει τ’ άστρα
και δε μ’ άκουγες…
Στο βάθος βροντούσαν τα κανόνια
δυνατά… σαν την καρδιά μου.
28/10/2016


Ο τάφος στο Βατούμι

Ο Σλάβα Μπρουσκόβ ζούσε στην πόλη Βατούμι της επαρχίας Ιμερέτι της Γεωργίας. Για ένα επιπόλαιο παράπτωμα εκτελούσε ολιγόμηνη ποινή φυλάκισης σε μια άλλη πόλη. Δεν είχε χρήματα για να ασκήσει έφεση ούτε συγγενείς να τον νοιαστούν.
Οι γείτονές του διαπίστωσαν την πολυήμερη απουσία του. Επειδή δε γνώριζαν ότι βρισκόταν στη φυλακή, δήλωσαν την εξαφάνισή του στην αστυνομία.
Εκείνες τις μέρες βρέθηκε στα περίχωρα της πόλης τους το πτώμα ενός άντρα, αγνώριστο και παραμορφωμένο. Οι συμπολίτες του Μπρουσκόβ πίστεψαν ότι ανήκε σε κείνον. Το ζήτησαν και το έθαψαν στο κοιμητήριο του χωριού, δίπλα στους τάφους των γονέων του.
Όταν αποφυλακίσθηκε ο Σλάβα και ήρθε στην πόλη του, έμαθε έκπληκτος ότι… είχε πεθάνει. Είδε και τον τάφο με τη φωτογραφία του και το ονοματεπώνυμό του σκαλισμένο στην πλάκα.
Στην αρχή βρήκε το θέμα αστείο. Στη συνέχεια όμως συμπάθησε τον νεκρό και άρχισε να επισκέπτεται το κοιμητήριο και να φροντίζει, μαζί με τους τάφους των γονέων του, και αυτό τον τάφο. Κάθε Πάσχα μάλιστα φέρνει στον νεκρό κόκκινα αυγά, κρασί και άλλες προσφορές, όπως προστάζουν τα νεκρικά έθιμα του τόπου του.
Κάποτε έφτασε στην πόλη η οικογένεια ενός εξαφανισμένου άντρα. Είχαν ακούσει ότι εκεί βρισκόταν θαμμένος ένας νεκρός που δεν είχε εξακριβωθεί η ταυτότητά του. Ίσως ήταν ο δικός τους άνθρωπος.
Όμως ο Σλάβα Μπρουσκόβ επέμενε πεισματικά ότι στον τάφο που έφερε το όνομά του αναπαυόταν ο ίδιος.
Παρά την επιμονή του, οι δικαστικές αρχές της πόλης διέταξαν την εκταφή για να διαπιστωθεί, με εξέταση DNA, ποιος τελικά ήταν θαμμένος εκεί.
Η εξέταση έδειξε ότι το πτώμα ανήκε στον… Σλάβα Μπρουσκόβ!
Λίγες βδομάδες όμως αργότερα οι συμπολίτες του Μπρουσκόβ πληροφορήθηκαν ότι ο γείτονάς τους δεν είχε αποφυλακιστεί ποτέ, αλλά πέθανε μια κρύα χειμωνιάτικη νύχτα μέσα στο κελί του. Επειδή δεν είχε συγγενείς να παραλάβουν το σώμα του, οι υπεύθυνοι του δεσμωτηρίου τον ενταφίασαν, μόνο και άκλαυτο, στο κοιμητήριο των φυλακών.
Άραγε τι απέγινε ο Μπρουσκόβ και ποιος είναι ο άντρας που περιποιείται τον μυστηριώδη τάφο στο κοιμητήριο στο Βατούμι;
Η υπόθεση μένει ανεξιχνίαστη.
Από το βιβλίο του Βασίλη Γεργατσούλη, «Εσύ, αγόρι μου, δε θα μάθεις ποτέ να γράφεις… όμορφες περιλήψεις: 77 μικροδιηγήματα – flash fiction», εκδόσεις Αροθυμία.
Οι φίλοι Καρπάθιοι μπορούν να το προμηθευτούν απ' το βιβλιοπωλείο του Μιχάλη Μαλόφτη και απ' το κατάστημα του Νίκου Αλεξίου στα Πηγάδια. Επίσης από τον ίδιο τον συγγραφέα


ΑΡΧΑΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ (του Βασίλη Γεργατσούλη)
Ποια μοίρα αλλόκοτη άραγε μας έσπειρε
στην πιο μαρτυρική γωνιά της οικουμένης,
να κλείνουμε στου νου τον ανεμόμυλο
πληγές και θησαυρούς μιας χώρας ξακουσμένης;
Γλύπτες αθάνατοι μάς σκάβουν το κορμί…
η Πέτρα, ο Ήλιος και του κύματος η Αλμύρα.
Και με λιωμένο τ’ ανεμόδαρτο σκαρί
δραματουργούς και Προμηθείς μας στέφει η Μοίρα.
Εδώ δε γράφτηκε η ιστορία σε χαρτί,
με το μελάνι και μ’ αθάνατη γραφίδα.
Η κάθε πέτρα ιστορία ζωντανή
κι όλο πεθαίνει και ανασταίνεται η ελπίδα.
Εδώ ο Πόλεμος σ’ ένα άπονο γουδί
με το γουδόχερό του αιώνες μάς λαβώνει.
Εδώ ξυπνούν οι αναμνήσεις τις νυχτιές,
ο τόπος βράζει, αχνίζει η πέτρα και στοιχειώνει.
Θαρρείς, σηκώνονται τη νύχτα οι Κομνηνοί,
ξυπνά κι ο Αλέξανδρος στη Γη των Μακεδόνων.
Πού πήγαν άραγε βασίλεια ξακουστά;
Ποια γη τα χώνεψε στο διάβα των αιώνων;
Ίχνη ανεξίτηλα στου χρόνου τη φθορά,
αρχαία σκουριά, που μας τιμά και μας ματώνει.
Τρόπαια, αγάλματα, κοσμήματα, αμφορείς,
άλλα στη γη κι άλλα στον νου που δε μερώνει.
Ποια μοίρα αλλόκοτη άραγε μας έσπειρε
στην πιο μαρτυρική γωνιά της οικουμένης,
να κλείνουμε στου νου τον ανεμόμυλο
πληγές και θησαυρούς μιας χώρας ξακουσμένης;
Το ποίημά μου «Αρχαία σκουριά» τιμήθηκε με το Β΄ Βραβείο στον 5ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνέντευξη Νόρα Ξένου Flora Tsikniadopoulou - Jose

  Η Μοναχική Αναζήτηση της Νόρα Ξένου Επιμέλεια συνέντευξης - κειμένου : Φλώρα Ζοζέ Τσικνιαδοπούλου Flora Tsikniadopoulou - Jose Σήμερα θα ...