Κριτική σκέψη: Eva Loliou

 

Κριτική σκέψη: Eva Loliou

 

 Με μία διεισδυτικότητα στην παραμυθητική του υποκειμένου και με, ιδιαιτέρως εξαιρετικά ισόρροπο το ποιοτικό στοιχείο το οποίο πραγματεύεται, η κ. Έυα Λόλιου, ουσιαστικά μας ξεναγεί σε έναν κόσμο διαγενεακού σχήματος, με παρομοιώσεις και μεταφορές επί της μυθοπλασίας, που έχουμε πολλά χρόνια να συναντήσουμε τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο. Ο λόγος της, συμπονετικός, ευαίσθητος και από ψυχής ανθρώπινος, με τους ήρωές της να τελούν επί των εννοιών του συναισθηματικού συμμερισμού, με έλλογο το χρέος των αξιών - εμφανώς πατερικό, χρηστό ως των εννοιών της θεολογικής άποψης, της του Χριστού αγιότητας.

 

Συγκινημένος, δεν έχω παρά να υποκλιθώ στο παρακάτω διηγηματικά πανάκριβο αυτό πετράδι καθώς και σε πλείστα άλλα παρεμφερούς θεματικής της κ. Εύας Λόλιου, που μόνον αδιάφορο δεν μ' άφησαν, μέχρις την ακροτελεύτια του εκάστου κειμένου, τελεία.

Μετά το κείμενό της θα ήθελα την προσοχή σας στο ΥΓ

 

 


 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΡΟΧΗ.

 

-------------------------

 

Θα σας διηγηθώ μία ιστορία που για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω αν είναι αληθινή. Για έναν γέροντα που ζούσε στην κορυφή ενός μεγάλου σουβλερού βράχου, απ’ της γης τη μήτρα βγαλμένο, για να τραυματίζει βουλιμικά τον ουρανό.

Θυμούμαι έναν έσπερο παγωμένο που μας φώναξε η καλή γιαγιά με το μαλακό πρόσωπο, τα μεγάλα μάτια και μία μπερδεμένη κουβαρίστρα στα νύχια του Νικολή του γάτου μας. Μας έδωκε καθαρισμένα κάστανα, καθίσαμε δίπλα στα ξερόκλαδα που σπινθήριζαν δικές τους ακαταλαβίστικες ιστορίες. Στάθηκα να την ακούω δίπλα στη θαμπάδα του Χειμώνα, που λυσσομανούσε να μπει μέσα στο δωμάτιο απ’ το τρεμουλιαστό παραθύρι.

Σ' ένα δάσος, στους πρόποδες του Πηλίου υπήρχε μια ξύλινη καλύβα φτιαγμένη από κορμούς οξειών και ελάτων. Εκεί γεννήθηκε ο γέροντας μια φωτεινή αυγή. Γυάλιζε ο τέντζερες απ’ τις ακτίνες του ήλιου πάνω στη ξυλόσομπα, άχνιζε το νερό. Μια ολόλευκη πεταλούδα διαπέρασε το μισάνοιχτο παραθύρι της ξύλινης καλύβας και κάθισε στα σκέλια της μητέρας που κοιλοπονούσε. Σε λίγο ο ωκεανός της μήτρας της που μια μικρή σταγόνα ζωής την έκαμνε ολόκληρο άνθρωπο, θα ξεχύνονταν στο φως.

Ο γέροντας είδε τον ήλιο κλαίγοντας, όπως όλοι οι άνθρωποι στην κοιλάδα των βροχών. Η πεταλούδα χαρούμενη απ’ τα γεννητούρια, ανοιγόκλεινε τα φτερά της τόσο δυνατά που μαζεύτηκαν στα παραθύρια απ’ τα καλά μαντάτα όλα τα πετούμενα του δάσους. Ανάμεσα τους και οι σοφές κουκουβάγιες για να ευχηθούν στο νεογέννητο.

Μα με ένα βάφτισμα της μοίρας τόσο λυπητερό... Τούτο το δάσος είχε μια κολυμπήθρα που τον περίμενε χρόνια η καταπιόνα της... Από τότε ο άνθρωπος δε σταμάτησε να κλαίει, μερόνυχτα.. Τα δάκρυά του γέμισαν το πηγάδι που ξεχείλισε βαλτώνοντας το μικρό περιβόλι του οντά. Η μητέρα δεν άντεξε την θλίψη και πνίγηκε στα νερά του. Μεγάλωσε ολομόναχος μέσα στο δάσος. Πότιζε τα δέντρα, φούσκωνε το ποτάμι, να ξεδιψούν τα άγρια ζώα στις κοίτες του.

Ήταν ο πιο λυπημένος άνθρωπος του κόσμου.. Ο δρυμός παρέμενε σταθερός στην απληστία του θέλοντας να ρουφήξει και την τελευταία σταγόνα της ζωής του! Σαν γέρασε και έμοιαζε πια με λιωμένο σαπούνι απ’ την υγρασία, φυλλωσιές, πουλιά και άγρια ζώα έκαναν συμβούλιο. Θα έχαναν την βροχή, τα παιδιά τους θα πεινούσαν!

Η πιο σοφή κουκουβάγια θέλησε να μιλήσει. Μικρή πεταλούδα εγώ, αγαθή, χτυπούσα τα φτερά μου εναγωνίως.. «Θα τον ξαναβαφτίσουμε », είπε περιστρέφοντας τα μεγάλα της μάτια ολόγυρα στα δέντρα και το πρόσωπο της μέρεψε..

''Θα τον ονομάσουμε ο γέροντας του βράχου! Με τον πόνο του θα σουβλάει τον ουρανό για να βρέχει! ''

Η πεταλούδα κρύφτηκε πίσω απ’ τα φύλλα μιας λεβάντας, μη δουν τα μωβ δάκρυα της. Μπερδεμένη κουβαρίστρα έπεσε απ’ τα χέρια μου... Κύλησε στην χαράδρα, έτρεξε ο Νικολής να την πιάσει. Γέλασε δυνατά η γιαγιά, φοβηθήκαμε, σκορπίσαμε έξω στην βροχή. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω αν η γιαγιά μου ήταν καλή. Φοβούμαι πως ήταν δαύτη η κουκουβάγια.. Πίσω από εκείνα τα χοντρά γυαλιά, της έμοιαζε τόσο πολύ...

 

-------------

 

Εύα Λόλιου

 

 

ΥΓ: Για τέτοιας αξίας ακριβά πετράδια ομιλώ… Και ερωτώ: μα ποιος θα ενσκήψει από τους φιλολόγους – τεχνοκρίτες, ώστε να περισώσει τα ασυμμάζευτα, μίας ντροπής που ολοένα αρέσκεται να διογκώνεται και διαιωνίζεται σε τούτον τον άμοιρο και άνυδρο των αξιών τόπο.…

Είναι χρέος ενός λογοτέχνη να ενσκήπτει; ούτως ώστε να ενθαρρύνει αλλά και να διασώσει τα αυτονόητα; Είναι χρέος του;

Ή μήπως είναι χρέος ενός Αυτοκινητιστή; Φούρναρη, Επιχειρηματία, Παγωτατζή ή ενός Superstar Πολιτικού των ΜΜΕ; Ποιος πραγματικά επιτέλους οφείλει να προβάλλει, ώστε να διαιωνιστεί και διασωθεί ο άξιος λόγος; Ποιος θα προστατεύσει τις μέγιστες αλλά παραγκωνισμένες αυτές του λόγου σπουδαίες προσωπικότητες; Όλοι κρινόμαστε... έως ότου δεν θα μείνει τίποτα που να θυμίζει τη γλώσσα, τον πολιτισμό, την πατρίδα, την ίδια την υπόστασή μας ως άτομα και ως ελληνανθρώπους... Επιτέλους... κάποιοι... έστω και Ένας...!!

 

 

Γιώργος Ν. Μανέτας

Λογοτέχνης της

Ετ. Ελλ. Λογοτεχνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συνέντευξη Νόρα Ξένου Flora Tsikniadopoulou - Jose

  Η Μοναχική Αναζήτηση της Νόρα Ξένου Επιμέλεια συνέντευξης - κειμένου : Φλώρα Ζοζέ Τσικνιαδοπούλου Flora Tsikniadopoulou - Jose Σήμερα θα ...