Βιογραφικο Βασιλείου Άννα


Βασιλείου  Άννα

Γέννημα - θρέμμα Θεσσαλονικιά. Μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης 
με καταγωγή από Σέρρες. Σπουδές λογιστικών και γραφομηχανής εποχής
έμειναν απλές κορνίζες. Μαθήματα εθελόντριας Ερυθρού Σταυρού
κατέστησαν βοήθημα προς την οικογένεια και τους οικείους.
Η αφοσίωσή της στην οικογένεια την κράτησε μακριά από εξωτερικές ασχολίες. 
Μητέρα τεσσάρων παιδιών τήρησε πάντα το πατρογονικό
έναυσμα, μάθε τέχνη κι άστηνε... 
35 χρόνια ήταν αφοσιωμένη κι αποκομμένη από τη γραφή που άλλαζε διαρκώς.
Η ποίηση ξεπήδησε από τα παραμύθια των παιδικών χρόνων κι έγινε
στίχος από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου. 
Συνεχίστηκε στα ξενύχτια για το μεγάλωμα των παιδιών γιατί δεν έπαψε ποτέ η αγάπη 
κι η φλόγα που έκαιγε χάρισμα.
Διοχετεύτηκε και προς κάποιες τεχνοτροπίες ζωγραφικής, καλλιτεχνίας και αγιογραφίας. 
Μάλλον ήταν παρεμβολές διεξόδων διαφυγής
από την καθημερινότητα. Η αγάπη προς την υγεία και τον άνθρωπο
την οδήγησε ανεξάρτητο συνεργάτη της AmwayHellas με κλίση προς
την αισθητική και την οικολογία.
Η ποίηση όμως παρέμεινε έρωτας, ώσπου εδραιώθηκε με την παρακολούθηση σεμιναρίων 
για την έκφρασή της και την τεχνική. Έτσι
εξακολουθεί να μαθητεύει και να γράφει εφ’ όσον η ποίηση διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο 
ως οξυγόνο του προσωπικού ουρανού.


Όλα στο κόκκινο

Κόκκινα θέλω τα όνειρά μου
μεστό κρασί να ευωδιάζουν
χυμένα σε μυστήρια άλικα.
Να ταξιδεύουν την αγάπη στη χαρά
κι η προσμονή της να κεντά λαχτάρα.
Τουλίπες και ρόδα ταξίδια μου
λιβάδια φλογάτα της μνήμης.
Πλάι στην άμμο άλογα ήμερα
ξέσκεπα στο φως του ήλιου
να καθρεφτίζονται στην ίριδα.
Κόκκινε ήλιε μου στην πρώτη φλόγα
κέρνα χαρά, γλεντά η αυγή.
Κρασί λευκό οι πρωινές σταγόνες
χείλη δροσάτα σε κόκκινα φιλιά
της πεταλούδας βελούδο η γύρη.
Σμιλεύει η ζωή χαμόγελο
κι εγώ το κόκκινο κερνώ.



"Ο ΣΕΪΧΗΣ ΤΗΣ ΣΚΈΨΗΣ"

Πιάνει εξώστη τ' όνειρο
το παραμύθι του κρατάει.
Πάλκο του φεγγαριού οι πύλες.
Αιωρήσου καρδιά μου στην μαγεία.
Αφέσου στα νυχτοχρώματα.
Πλάνες σκιές σ' αγκαλιάζουν
τ' ουρανού βεδουΐνοι τ' άστρα.
Καλπάζουν με τα φαναράκια τους.
Δεν πρόφτασε ο Πηλέας Φογκ
να τους γνωρίσει.

Την αγκαλιά του ανοίγει
ο σεΐχης της σκέψης.
Ζητά να τον νανουρίσεις.
Στήνει το φεγγάρι αυτί και
τα φαναράκια μένουν ακίνητα.
Το τικ τακ των παλμών
δίνει το σύνθημα.
Χίλιες και μία νύχτες.



"Η θέα της καρδιάς"


Ορίζοντα αγναντεύω.
Φως της ελπίδας στην πλώρη
του έρχομαι.
Σιγοκαίει ο φάρος της μακριά.
Κι ακόμη πλησιάζω.
Τι αίσθηση κι αυτή;
Χαρά κι αδημονία.
Θολό το βλέμμα μου.
Τηλεσκόπιο γίνεται τη νύχτα
στους παλμούς της καρδιάς.
Ποτέ δεν τελειώνει η θάλασσα.

Σύνορα ανύπαρκτα.
Συνταξιδιώτισσα η ελπίδα.
Την ωραιότερη θέα
την έχει η καρδιά.



"Ουρανοδρόμος"

"Σε κοιτώ ουρανέ μου.
Λαμπαδιάζει το βλέμμα μου
στους αμέτρητους σπινθήρες σου.
Αδυνατώ να μετρήσω τα μάτια σου
και βυθίζομαι στο απέραντο κορμί σου.
Σηκώνω τα χέρια μου γι αγκαλιά.
Πουπουλένιο το άγγιγμά του.
Κι εγώ που νόμιζα πως θα καιγόμουν.
Μαγικές πνοές τ'αστέρια σου
γαληνεύουν τους παλμούς μου.
Ουρανοδρόμος γίνε καρδιά μου.
Μην φοβηθείς την αγκαλιά των αστεριών.
Για σένα φυλάγουν την πύλη του ύπνου.
Σε δίχτυ έμπλεξαν τις φλόγες τους
για να ταξιδεύεις ακροβάτης του ονείρου." 
 



 

Βιογραφικο Μύρτσης Γιάννης

 



Ο Γιάννης Μύρτσης ασχολείται με την ποίηση και τον πεζό λόγο.

    Στο χώρο της λογοτεχνίας κάνει την εμφάνισή του το 2016 με την ποιητική συλλογή «Τα δάκρυα του έρωτα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «FYLATOS PUBLISHING» με το φιλολογικό όνομα «Γιάννης Μ».

    Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί μέσω της εκδοτικής πλατφόρμας «CREATESPACE» τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Στις γραμμές του τραίνου».   

     Τον Μάρτιο του 2017 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «FYLATOS PUBLISHING» το εφηβικό μυθιστόρημα περιπέτειας «Η πέτρα της τύχης».

    Η τρίτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Εντός μου» εκδίδεται τον Ιανουάριο του 2018 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΠΝΟΗ».

    Το 2020 συμμετέχει με ποιήματά του στο συλλογικό έργο των εκδόσεων «MyStory», «Τολμηροί στίχοι».

    Το 2021 εκδίδεται το μυθιστόρημα «Το Αρχοντικό του Θανάτου» από τις εκδόσεις «ΛΕΥΚΟ ΜΕΛΑΝΙ».

     Το 2021 επίσης συμμετέχει στη συλλογική έκδοση των εκδόσεων «ΟΣΤΡΙΑ» «Τεχνών συναπαντήματα» με το διήγημα «Δεκέμβριος».

Έχει το ιστολόγιο http://giannismirtsis.com




Δεκέμβριος 


Το λεωφορείο τραβούσε τον δρόμο του βγάζοντας ένα μονότονο μουγκρητό καθώς ανέβαινε την ανηφόρα. Ο Λουκάς κάθονταν μαζεμένος στη θέση του, κοιτώντας αχόρταγα μέσα από το θολωμένο από τα χνότα παράθυρο τη φύση. Τα εντελώς άτεχνα και λαϊκής υποκουλτούρας τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο, έφταναν στ’ αυτιά του παράφωνα και του χαλούσαν την ηρεμία. Ο φαλακρός χοντρός οδηγός χαμογελούσε προς το κενό όταν κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη, εστιάζοντας όμως, έντονα στη συνέχεια, στα πόδια της νεαρής που κάθονταν στην πρώτη σειρά. Ο χειμώνας που στην Αθήνα ήταν ήπιος και μάλλον ξεθωριασμένος, εδώ στα βουνά της Μακεδονίας ήταν ζωντανός, όμορφος και τον ένιωθες ακόμα και μέσα στον ζεστό θάλαμο του λεωφορείου. Τα κλαδιά των δέντρων ήταν γυμνά από φύλλα κι ένα όμορφο ασυνήθιστο τοπίο, απλώνονταν μπροστά, μέχρι εκεί που έφτανε το εύρος της ματιάς και της σκέψης. Στα επόμενα λεπτά της διαδρομής τα πάντα άλλαξαν. Τώρα μπροστά απλώνονταν οι αμπελώνες σειρές σειρές αφημένοι στην αγκαλιά του χειμωνιάτικου ύπνου, δίνοντας στον μοναχικό διαβάτη που περνούσε ανάμεσά τους, μια παραδείσια αίσθηση, φτιαγμένη από το θρόισμα των πεσμένων φύλλων και την υπέροχη μυρωδιά του βρεγμένου χώμα - τος. Σηκώθηκε για λίγο από τη θέση του, κοίταξε προς τον διάδρομο και στη συνέχεια έστρεψε το βλέμμα του ξανά. Ένιωθε περίεργα και ένα απροσδιόριστο άγχος είχε κατα - σκηνώσει στη σκέψη του. Τη διαδρομή αυτή την έκανε μετά από τριάντα χρόνια και αιτία γι’ αυτό ήταν τα παρα - κάλια της μάνας του. "Δεν θα προλάβεις τον πατέρα σου, είναι άρρωστος κι όλο ρωτάει για σένα" του είπε πολλές φορές στο τηλέφωνο με τρεμάμενη φωνή πνιγμένη μέσα στα δάκρυα. Τα λόγια της τελικά γαλήνεψαν την καρδιά του και έτσι αποφάσισε να δώσει τέλος σ’ έναν θυμό που κρατούσε σχεδόν τρεις δεκαετίες. Έφυγε τότε από το σπίτι μετά από έναν καβγά με τον πατέρα του. Τους πίκρανε και τους δύο και εκείνον και τη μάνα του. Ο πατέρας του δεν του το συγχώρεσε ποτέ και του το κράτησε μια ζωή, εκείνη όμως, η μάνα, έπαιρνε συχνά τηλέφωνο για να μάθει νέα του κι όλο τον παρακαλούσε να επιστρέψει στο σπίτι για να φιλιώσουν. Τα νιάτα όμως με τη δύναμη και την παρόρμηση που κουβαλάνε μαζί τους, δεν του επέτρεψαν ποτέ να κάνει καμία υποχώρηση και να συγ - χωρέσει τον πατέρα του για τα βαριά λόγια που του είχε πει εκείνο το μαύρο απόγευμα.

Αποσπασμα 





Σκέψεις

 

Αν είναι να’ ρθεις έρωτα απλά σαν όλα τ’ άλλα

σαν κάτι καθημερινό,  καλύτερα μην έρθεις.

Αν δεν μπορέσεις στην ψυχή γλυκά να μου μιλήσεις

να μου αλλάξεις τη ζωή και να με συγκλονίσεις,

αν δάκρυα από τα μάτια μου δεν κάνεις να κυλήσουν

και αν τα χείλη μου για σε δε σιγοτραγουδήσουν,

καλύτερα μην έρθεις.

Αν δεν με κάνεις να ριγώ πάντα  σε κάθε βήμα

την άνοιξη να αισθανθώ και να σου γράψω ποίημα,

αν κάθε σκέψη και στιγμή δεν είναι απλωμένη

σ’ ένα γλυκό αγκάλιασμα  παντοτινά δοσμένη,

καλύτερα μην έρθεις.

Αν δεν με κάνεις να πετώ να λαχταρώ το χάδι

αν δεν μεθάω με φιλιά ολόκληρο το βράδυ,

αν δεν μ’ ωθείς  να περπατώ στο δρόμο της αγάπης

αυτόν που είν’ όλο φωτιά και δώρο και εφιάλτης,

καλύτερα μην έρθεις.

Αν δεν με κάνεις να μπορώ με πάθος να φωνάξω

πως αγαπώ και ύστερα μονάχος μου να κλάψω,

αν δεν μπορέσεις να σταθείς φάρος μες στη ζωή  μου

να είσαι εσύ η σκέψη μου και η αναπνοή μου,

καλύτερα μην έρθεις.

Μην έρθεις και ας καρτερώ. Καλύτερα θα είναι.

 

                                              

Ποιητική συλλογή «Τα δάκρυα του έρωτα» Φυλάτος 2016



Η Μπαλάντα Της Μαρίας

 

Είναι αυτό το βράδυ το τρελά μονότονο

που όλα στο μυαλό σου μέσα στροβιλίζουν

λέξεις πεθαμένες όλο σε ζαλίζουν

το παρόν σε χρόνο τώρα μένει άτονο.

Θέλεις να γυρίσεις μα πολλά τα σφάλματα

άνθρωποι ασήμαντοι κι εσύ στη μέση

ένα τερατούργημα μέσα σε μια λέξη

μου είπες για πορνεία κι έβαλες τα κλάματα.

 

Ξέρεις πως η πρόστυχη ζωή σ’αλλάζει

σκούπισες με πόνο τα βρεγμένα μάτια

μες στην αγκαλιά μου έμεινες για λίγο

κι άνοιξες το βήμα γι’άλλα μονοπάτια.

 

Φίλοι που σε έστησαν στα έξι μέτρα

πέρασες τα πάθη του Οδυσσέα τα βράδια

πάγωσαν τα μάτια σου στα ξένα χάδια

κι έγινε η καρδιά σου με τα χρόνια πέτρα.

Τα όνειρά σου έσβησαν με ξένη αγάπη

άπλωσες το βλέμμα σου πάνω στο κύμα

είπες της ζωής είμαι κι εγώ ένα θύμα

κι έκλαψες στου έρωτα την γκρίζα στάχτη.

 

 

Ποιητική συλλογή «Τα δάκρυα του έρωτα» Φυλάτος 2016




Η Φωνή Στο Βλέμμα Σου

 

Θα φύγεις ξέρω, θα χαθείς στα μάτια σου το βλέπω

που μοιάζουν μ’ έρημο σκαρί σπασμένο στο λιμάνι.

Αυτά που τόσα μου’ λεγαν ζεστά σαν με κοιτούσαν

που μου’διναν γλυκιά πνοή που με παρηγορούσαν.

 

Τώρα αντικρίζω μοναχά το δρόμο της φυγής

δεν μου’μεινε πολύς καιρός  ξέρω τι θα περάσω

κι ύστερα αργά προσκυνητής στο βράχο της Στυγός

της λησμονιάς να βρω νερό σαν μείνω πάλι  μοναχός.

 

Κρύβει πολλά το βλέμμα σου και λαβωμένο στέκει

κουράστηκες και τ’άφησες ψυχρά να μου μιλήσει,

μ’αυτό σαν την ανάσα σου βαρύ και πικραμένο

σταμάτησε σε πρόσωπο θολό και παγωμένο.

 

Δεν σταματούν οι σκέψεις μου, σαν το ελάφι τρέχουν

και συνενώνουν  το παρόν με τις παλιές εικόνες

κι ύστερα ευθεία η γραμμή στου νου τον παλμογράφο

το βλέμμα σου χαμήλωσες και μ’άφησε μονάχο.

 

 

Ποιητική συλλογή «Τα δάκρυα του έρωτα» Φυλάτος 2016

 

  


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Γιάννης Παρασκευόπουλος


Γιάννης Παρασκευόπουλος


Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος γεννήθηκε το 1970 στον Πύργο Ηλείας.
Εκεί πρωτόπιασε την πένα και εκεί άφησε για πρώτη φορά τα συναισθήµατά του πάνω στο χαρτί. Σπούδασε και απέκτησε το πτυχίο Νομικής από το Νομικό Τµήµα του Πανεπιστημίου Κομοτηνής. 
Στο πίσω μέρος του μυαλού του όμως, η ποίηση κυριαρχούσε. 
Επηρεασμένος από την οικονομική και ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα,
θέλοντας, ως αντίλογο στη γενική μελαγχολία να δώσει έναν τόνο
αισιοδοξίας, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή τον Απρίλιο
του 2016 υπό τον τίτλο "Μήνυμα Αισιοδοξίας" από τις Εκδόσεις Ελίκρανον. 
Μια ποιητική συλλογή που έγινε αποδεκτή από τους εκατοντάδες φίλους της ποίησης µε σπουδαίες κρητικές και που σήμερα έχει εξαντληθεί και η δεύτερη έκδοσή της. 
Το 2017, εκδίδεται ξανά από τις Εκδόσεις Ελίκρανον µια ιδιαίτερη δουλειά του υπό τον τίτλο
"Ποιητικός Λόγος ΧΑΪΚΟΥ". Tο 2019, εκδίδεται και η τρίτη ποιητική
του συλλογή από τις εκδόσεις Ελίκρανον και το 2020 η τέταρτη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο "Έγκλειστα Χαϊκού" από τις εκδόσεις
Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς. Ποιήµατά του έχουν συμπεριληφθεί σε
διάφορες ποιητικές συλλογές καθώς και διηγήματά του. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.


Επανεκκίνηση

Ένα αντίο που ποτέ δεν ειπώθηκε
ένα άδειο βλέμμα στον δρόμο καρφώθηκε
να ’ταν άραγε αυτός ο χωρισμός
τόσο στείρος και σιωπηλός
να ’ταν άραγε υπόσχεση ξανά
πως θα βρεθούμε μακριά απ’ τα δεινά
που φέρνει στους ανθρώπους τούτη η ζωή
μια ανάμνηση όλων τόσο ζωντανή.
Τ’ αναμοχλεύω στο νου μου διαρκώς
πλανιέμαι στους δρόμους μόνος δυστυχώς
δεν πήρα εξήγηση ποτέ μου καμιά
άραγε πώς με βρήκε τούτη η συμφορά
έχασα τον κόσμο μέσα απ’ τα χέρια μου
πόλεμος κηρύχθηκε και τα λευκά περιστέρια μου
μήνυμα αγάπης ποτέ δεν σου δώσανε
σε άνιση μάχη πέσαν σαν τα προδώσανε
σε πεδίο έμειναν κι αυτά νεκρά
χτυπημένα άδικα από φίλια πυρά
κι εγώ βαδίζω πλέον σαν ειρηνοποιός
και ’κει που όλα χάνονταν είδα αχνό φως
είδα τη μορφή σου να μου χαμογελά
ένιωσα την ανάσα σου πλάι μου σιμά
Τη σιωπή σου άκουσα να μου εξιστορεί
γιατί χάθηκες, πώς βρέθηκες το γιατί
μα άλλο δεν ήθελα ’κείνη τη στιγμή
έσκυψα σου έδωσα βαθύ φιλί
Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα
τα χέρια ενώσαμε και πιο πέρα
φύγαμε από τον πόλεμο για νέα ζωή
συνοδοιπόροι σύντροφοι εγώ κι εσύ.



Στερνή πνοή 

προδόθηκα
σε λάθος ανθρώπους
παραδοθηκα
δεν έφταιγαν αυτοί
ας μου πήραν την ψυχή
τώρα παλεύω μια πνοή
να κρατήσω την στερνή
για μένα
πριν ξεψυχήσω




ΣΤΟΥ ΘΕΟΎ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΆ


Απόψε κλείνει ο ουρανός
Τις πυλες του σφραγίζει
Παιδιών φωνές το άκουσμα
Ακόμα κι αυτός ραγίζει

Απόψε έστησαν χορό
Τεκνα του Θεανθρώπου
Χαίρονται ευγνωμονούν
Τα κάλλη αυτού του τόπου

Μα μόνο Αυτός κρατεί
Τα Δάκρυα Του τα κρύα
Πόνος πλέον να μη χωρεί
Θλίψη και απουσία
Οι ψυχές πια απάλυναν
Με τη Δική Του παρουσία

Κράτα Θεέ μου τις πυλες σου
Κλειστές για λίγο ακόμα
Άλλο παιδί να μη θαφτεί
Στο ελληνικό μας χώμα

Σε μάνα δως τη δύναμη
Τον πόνο της ν αντέξει
Και πες της το αγγελούδι της
Μαζί σου πως θα παίξει


ΣΙΩΠΗΛΗ ΜΟΥ ΝΥΧΤΑ

Η σιωπηλή μου νύχτα...
σελήνη θωπεύουσα και αθόρυβη
με αγκαλιάζουν με κρατάνε σε αγκαλιά υγρασμένη τα βελούδα της
κι απλώνω το όλον μου ασφαλής...
ψάχνω
την αγκαλιά που νύχτα θα θυμίζει
χωρίς δεσμά χωρίς βουή χωρίς του ήλιου τα πρέπει
μια αγκαλιά να με ποτίσει
μια αγκαλιά να με διαπεράσει
και να'ναι μονάχα η δικιά μου η κραυγή
που να ταράξει ουράνια κι ύδατα...
εγώ πεθαίνω εγώ γεννιέμαι
να φωνάξω
την αγκαλιά παραδομένος
ψάχνω
την αγκαλιά που νύχτα θα μυρίζει...
την σιωπηλή μου
νύχτα,

ΕΡΩΤΑ , ΕΣΥ.... της Φιλαρέτης Βυζαντίου

 



ΕΡΩΤΑ , ΕΣΥ....


Στάμνα στη βρύση

ύδωρ  γεμίζει 

εξ απορρήτων λογισμών

Ασήκωτη

στην πληρότητά της

Το εμόν βάρος;

Μπορεί ακόμη να με ανασηκώσει

νυχτέρια αύρα


Μόνη σε δώμα μοναχικό

τη σιωπή μου

αφουγκράζομαι

Μαραίνεται η σκέψη

στη θέα 

πλάνητος έρωτα

Εντούτοις

ποθώ ακόμη να καταστώ

η ελάχιστη αναζήτηση

του βλέμματός σου


Ρίζωσες μέσα μου

Ανυπόφορη βλάστηση

Η Σελήνη μου αρνείται

το φοβερό δρεπάνι της

Εκδιώκω σε

να γλιτώσω το μέγα κρίμα

Μάταιος ο φόβος 

Δεν θρυμματίζεται η πέτρα

δηλαδή 

το τείχος της καρδιάς σου


Ανηφορίζει ο χρόνος 

στα μάτια σου

Ακολουθώ τα χνάρια του

Εποχή του σιδηρού στήθους

Εποχή του χάλκινου φωτός

Εποχή του αργυρόχροου πάθους


Έρωτα , εσύ, 

της Ποιήσεως στίλβον άνθος

λάμπρυνε 

με κάλλος αόρατο

τον πικρότατον Άδη μου ...!


[ Φ.Β. 202710  ''ΜΙΚΡΑ ΕΠΙΠΟΘΙΑ'' 2018-2020]

 Ομορφύνατε τον ουρανό

Μητέρα, θεέ μου εσύ.
Πατέρα, άγιε των αγίων.
Αδερφάκι μου Εσύ ήλιε.
Τέθνεοι* γίνατε πολλοί.
Ποιον πρώτο αγαπήσω!
Ποιον να πρώτο μισήσω…!
Φτωχύνατε έμενα,
ομορφύνατε τον ουρανό!
Η φεγγοβολία σας,
φωτίζει στην δική μου ψυχή.
Το βασιλικό νοτίζει το δάκρυ.
Της ζωής ο χρόνος λίγος
με τους αγαπημένους να ζεις.
Ζήσε, γεννήθηκες θνητός.
……..…….Thomas Thimios.
*- Νεκροί


βιογραφικο Αποστολακη Δεσποινα

 









Δέσποινα Αποστολάκη

Είμαι η Δέσποινα Αποστολάκη, με καταγωγή από Κρήτη, γεννημένη
Αθήνα όπου και μένω. Από μικρή υπήρξα ονειροπόλα, με καλλιτεχνικές τάσεις. 
Μ’ αρέσει η ζωγραφική, η υποκριτική, το γράψιμο, όπου
και αφοσιώθηκα περισσότερο τα τελευταία χρόνια.
Γράφω χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη ώρα έμπνευσης.
Γράφω ανοίγοντας μια φλέβα κι έτσι απλά γεμίζω τη λευκή σελίδα...
Μέσα από το γράψιμο ξεφεύγω, αναβιώνω συναισθήματα, ταξιδεύω.
Οι λέξεις παίζουν απίστευτους ρόλους πάνω στο σανίδι κι εγώ σαν
σκηνοθέτης τις απολαμβάνω πίσω από τα βλέμματα των αναγνωστών.



Η κάμαρα


Ξεκρέμαστη η κουρτίνα στην άκρη της.
Οι τοίχοι ψυχροί αγκαλιάζονται, μάταια.
Το καντήλι σιγοψιθυρίζει.
Μια σταλιά η κάμαρα στα μάτια μας.
Μια αγκαλιά όλη η νύχτα μας.
Ένα φιλί, ανάσα την ανάσα παραβγαίνει...
Κι ο έρωτας σβαρνίζει σώμα με σώμα τις στιγμές μας.
Δυο ρώγες κόκκινες αγκυλώνουν τα δάχτυλα...
Μια κραυγή ανεβαίνει στο ταβάνι...
"Τούτη τη νύχτα λύσε με" είπα...
Και άρχισες να ξετυλίγεις την ανάσα σου...
Αγάπα με, αγάπα με κρυφά ή φανερά... μόνο αγάπα με...
Κι εγώ θα τυλίγομαι στη σάρκα σου
σαν την τελευταία αναρριχώμενη υπόσχεσή σου...


Να 'ξερες πόσο σε αγαπώ... θα τρόμαζες!


Αλήθεια ώρες ώρες δεν ξέρω
που βρίσκομαι μαζί σου.
Άλλες φορές βαδίζουμε χέρι χέρι
στον κόσμο που εσύ με άφησες να χτισω.
Κι άλλες σε χάνω ,περνάω έξω
από μνήματα ονείρων
και γράφουν το όνομα μας.
.
Υπάρχουν στιγμές που σε απομονώνω
σε σκοτεινά δωμάτια της ζωής μου
γιατί όλα είναι μετέωρα.. ακόμα!
Κι όμως αν μπορούσες να δεις
που σε έχω θα ένιωθες δέος!
.
Σ'εχω μέσα στην πύρινη λαβα
που λέγεται καρδιά ,
μέσα στον κάθε χτύπο της
εκεί  ζεις και ανασαίνεις
εκεί γεννάμε τα όνειρα μας
αυτά που θα γίνουν
ένα καινούργιο σύμπαν.
.
Μέσα μου ,κάθε μου κύτταρο Εσύ
Κάθε φλέβα μου ποτισμένη από σένα
Δέρμα μου και αφή μου Όλα Εσύ!
Εγώ σου κράτησα εισιτήριο διαρκείας μέσα μου
Στο χέρι σου είναι να το εξαργυρώσεις.
Να 'ξερες πόσο σε αγαπώ... θα τρόμαζες!



Ξη-μερωσε πια...

Άνοιξα την πόρτα και ξαφνικά βρέθηκα εκεί έξω μέσα σε τόσες σκέψεις και συναισθήματα, 
δεν ήξερα προς τα πού να πάω .
Απ' τη μια ο ήλιος με τύφλωνε κι απ' την άλλη ένα θλιμμένο ψιλόβροχο 
σαγήνευε με ευκολία την οποία ελπίδα.
Ένα ρίγος με αναστάτωσε κάποια δευτερόλεπτα και τα χείλια μου ξαφνικά έμειναν ακούνητα.
Καμιά ροή λέξεων δεν μπορούσε να τα ελκύσει ,όλες βάλτωναν στο λαρύγγι μου.
Χειμώνας έγραψε με μιας το ημερολόγιο της ζωής , 
πάγωσαν τ΄ακροδακτυλα ακόμα και η υποψία ενός θαρραλέου δακρύου έμεινε αμετακίνητο.
Είχε έρθει πάλι ο φόβος για την επόμενη μέρα όλα αυτά γίνονται μέσα μου αθόρυβα ,
κρυφά απ' όλους είναι βλέπεις που παίζω καλά το ρόλο μου ,όσο για συμπρωταγωνιστές μπα.... 
έναν μονόλογο κάνω που λεφτά να βρει ο θιασάρχης για άλλους.
Η ζωή σκληρός επιχειρηματίας, όσο για το κοινό;
Ότι του δίνεις παίρνει κι εγώ στο τέλος κατεβαίνω τις νύχτες απ' τη σκηνή σέρνοντας πίσω μου 
ένα χειροκρότημα μεταλλαγμένο.
Έτσι ξαφνικά λοιπόν όπως βρέθηκα εκεί έξω με ξανάφερα στην πραγματικότητα είναι απόγευμα 
και σε λίγο το κουδούνι θα χτυπήσει τρεις φορές .
Περιμένω και τον τελευταίο θεατή η έστω κι έναν μου αρκεί να τον κάνω να νιώσει όμορφα 
εγώ ξεγελάω τον εαυτό μου με την ελπίδα που γράφεται στη μαρκίζα του εγώ μου.
Κυρίες κύριοι καλημέρα σας η παράσταση θα αρχίσει..


ΕΡΩΤΑΣ ΝΑ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ ..ΠΑΝΤΟΥ

 Σε απόσταση ...μη ανάσας
εκεί που το εσύ και το εγώ...
χάνονται μέσα στο άπειρο..
εκεί που οι ανάσες φυγαδεύουν τον έρωτα...
μέσα απ'τα περάσματα των υγρών μηρών...
μέσα από τα μάτια που καταβροχθίζουν
κάθε μας ανεκπλήρωτη επιθυμία..
ΕΣΥ...ΕΓΩ...
Πως να μην λιώσει η λαβα μέσα μας...
πως να μην υπάρχει η ζωή μέσα από τη ζωή μας...
Όποιο δρόμο και να πήραμε..
πάλι στο ίδιο αδιέξοδο βρεθήκαμε...
Μπροστά μας...
Μάτια με μάτια..
στόμα με στόμα..
ανάσα με ανάσα..
καρδιά με καρδιά..
Ε Ν Α.........
για σένα...
μα και πάλι...
πάλι δεν είναι αυτό που θέλω..
πάλι οι λέξεις ξεγλυστράνε..
κι είναι που θέλω να σε λεηλατήσω...
να τα πάρω Όλα σου...
Μέσα μου
Δικά μου..
κατάκτηση..
νίκη..
Μ α .....
πάλι δε φτάνει να ημερέψει η ψυχή...
Θέλω να σε φοραω ..όλες τις ώρες..
θέλω να είσαι σάρκα μου
αίμα μου
άγγιγμα και ανάσα..
όνειρο κι εφιάλτης..
παράδεισος και κόλαση
Μέσα μου να ζεις...
μέσα σου να ζω
μέσα μου να πεθάνεις..
μέσα σου να πεθάνω
κι αυτοί που θα βρουν τη στάχτη μας..
ας τη σκορπίσουν πάνω απ'τον κόσμο που σου έφτιαξα..
έτσι που πια ...
μην έχοντας δικαιολογία καμιά...

ΕΡΩΤΑΣ ΝΑ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ ..ΠΑΝΤΟΥ!!!!!!!


Για εκείνα τα ποιήματα θρηνω.... Γιάννα Κούλα



Για εκείνα τα ποιήματα θρηνω.

Τα κλεισμένα 

στα συρτάρια.

Τα τσαλακωμενα.

Στα καλάθια πεταμενα.

Τα ποιήματα τα πεινασμένα.

Τα απεγνωσμένα.

Τα λερωμένα.

Τα απορριπτέα 

Τα ανόητα

Τα αλκοολικά.

Τα άστεγα.


Και τ αλλα που σκάνε στα γέλια με τα χάλια τους.

Ποιήματα γελωτοποιοί

Να παίζουν σκετσάκια για ανύπαρκτους θεατές.


Πεινασμένα.

Ρακένδυτα.


Εγκαταλελειμμένα 

Από έμπνευση.


Γιάννα Κούλα

 

βιογραφικο Μαρίνα Αντωνίου


 Μαρίνα Αντωνίου

Μαρίνα Αντωνίου είναι το ψευδώνυμο της Μαρίνας Μάρκου.

Γεννήθηκε στην Κόρινθο και μεγάλωσε στην Αθήνα.

Εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα το 2002 με την ποιητική συλλογή "Ξεχασμένες Ζωές".

Άλλα έργα της που έχουν εκδοθεί

"Χαμένες ευκαιρίες" διηγήματα

"Σκοτεινά μονοπάτια" ποιήματα

"Το δέντρο που περπάτησε" παραμύθι

"Το τραγούδι των πουλιών" παραμύθι

Ποίημά της ήταν σε παλαιότερη ετήσια ποιητική συλλογή ημερολογίου των εκδόσεων "Ιανός".

Πήρε μέρος στον ποιητικό διαγωνισμό του 2018 του συλλόγου

"ΛΙΝΟΣ" με τιμητική διάκριση.

Έλαβε μέρος στον παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό του 2020 της

Αμφικτυονίας Ελληνισμού και πήρε το δεύτερο βραβείο.

Έλαβε μέρος στον διαγωνισμό της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών

Πειραιά για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 και πήρε

τιμητικό δίπλωμα.

Email: mrnmarkou@gmail.com




Ουράνιο τόξο


Ζω μεταξύ αλήθειας και ονείρου.

Ισορροπώ στο στενό μονοπάτι που πάει

στο φεγγάρι πάνω από την άβυσσο.

Μη φοβηθείς.

Άνοιξε ελεύθερα της φαντασίας τα μεγάλα φτερά

κι έλα μαζί μου στον χορό των αστεριών να φτάσουμε.

Πάνω από το ουράνιο τόξο, κοίτα με στα μάτια

και εγώ θα σου αγοράσω

ένα κουτί με εφτά ουρανούς.


 ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΑ ΚΟΧΥΛΙΑ

Κράτησα κάποτε στο χέρι μου
ένα κομμάτι χρόνου.
Ήταν όμορφο, χρωματιστό
σαν ένα θαλασσινό κοχύλι.
Μου είπαν:
— Πρόσεξε , να μην το χάσεις.
— Φύλαξέ το, μην το ξοδέψεις.
Κι εγώ τρόμαξα πολύ
και το έθαψα βαθειά στην άμμο.
Τώρα οι μέρες κι οι νύχτες
περνάνε βιαστικά,
και χάνονται αμέσως.
Πώς να χωρέσω ζωή μου στη σιωπή σου,
που δεν μπορώ στην άμμο πια να βρω
εκείνο το παλιό, χρωματιστό, κοχύλι χρόνου.
Συγχώρα με ζωή μου.
Το έχασα.


ΧΡΟΝΙΑ

Κράτα με χρόνε
λιγάκι ακόμα στα φτερά σου,
τα χρώματα απ' το σούρουπο να δω.
Όνειρα μιας χαραυγής αυτή η ζωή
μοιάζει πως είναι, που πέταξαν,
πάνω απ' το ταβάνι ένα πρωινό.
Ανάσες που καίγονται,
μέσα σε ματιές και σε καπνούς
κι αφήνουν πίσω ένα τραγούδι.
Παρηγόρησε με τώρα με λόγια,
γλυκά, ψιθυριστά,
πώς ίσως πέρα απ' τον ορίζοντα
θα βρω του ήλιου ένα χνάρι,
πάνω στου φεγγαριού
τη γκρίζα τη σκιά.
Μακρινό μου όνειρο
κι απέραντε ουρανέ,
να με θυμάσαι τις ώρες
της φωτιάς και του νερού.


ΕΡΗΜΙΑ Να σου μιλήσω για ερημιά; Θέμα που εξάντλησαν τόσοι ποιητές, και τι λέξεις πια να να βρω εγώ; Μα ξέρω μόνο να σου πω, πως είναι ένα βλέμμα καρφωμένο για ώρες στο κενό, που κάτω απ' τα βλέφαρα κρατάει ένα δάκρυ σφιχτά να μην κυλήσει. Πως είναι ένα δάγκωμα στα χείλη όταν κάτι θέλεις να πεις, ένα σφίξιμο στα δάχτυλα όταν κάτι θέλεις να χαιδέψεις. Ώρες μου μικρές, ώρες μου αργές, ώρες μου μετρημένες μια και δυο φορές με χτύπο καρδιάς πολύ δυνατό, του λυγμού, της σιωπής, κυράδες και φίλες εσείς, της μοναξιάς μου αδερφές.

Αντωνιάδου Στέλλα Βιογραφικο

 


Στέλλα  Αντωνιάδου

Η Στέλλα Αντωνιάδου γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη και μεγάλωσε

στην Κομοτηνή. Είναι καθηγήτρια Γερμανικής Φιλολογίας, απόφοιτη

του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ιδιαίτερη έφεσή

της στην τέχνη του λόγου, την οδήγησε στη μελέτη τεσσάρων και

πλέον γλωσσών. Το πολιτισμικό ψηφιδωτό της παιδικής της ηλικίας

την ώθησε να ασχοληθεί με τη δημιουργική γραφή, τη λογοτεχνία και

την ποίηση. Για τη Στέλλα, τα λουλούδια είχαν μια ιδιαίτερη θέση στη

ζωή της από παιδί. Η αγάπη της για τις Βιολέτες, υπήρξε μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης λογοτεχνικής δημιουργίας, ξεδιπλώνοντας με

την ιδιαίτερη πένα της το συναισθηματικό κουβάρι των ανθρώπων.



Κάποτε...


Θυμάμαι γέλαγες με τις παράξενες φοβίες μου,

ακόμη και για ποια πλευρά θα διάλεγα στο κρεβάτι.

Μονίμως γελούσες και έλεγες, μικρή μου αριστερά,

η γυναίκα είναι πάντα αριστερά του ανδρός.

Φοβόμουν, δεν ήθελα να υπάρχει πόρτα πίσω μου.

Θέλω να νιώθω ασφάλεια εκείνη την ανεξάντλητη

που ένιωθα τυλιγμένη στην αγκαλιά σου.

Κάθε παγωμένη μου σκέψη άνθιζε στο χάδι σου.

Δίπλα σου τα τείχη μου έχαναν τη δύναμή τους.

Δίπλα σου γινόμουν παιδί, αυτό ήθελες άλλωστε

και μου το ζητούσες με τον τρόπο σου.

Απορούσα ως πότε θα άντεχες αυτή την παιδικότητά μου,

μα εκείνη την αθωότητά σου αγαπάω μικρή μου, απαντούσες.

Εσύ πάντα παιδί κι εγώ πάντα ο άντρας που θα σε διαχειρίζομαι, θυμάσαι;

Και τώρα από πού να κρατηθώ;

Πώς να πάω πάρα πέρα, σκόρπισαν τα βήματά μου στον χαμό σου,

και περπατώ στον βάλτο, πού είσαι να με ξελασπώσεις,

είμαι παιδί και δεν ξέρω τον τρόπο.

Όλα μου τα έμαθες, εκτός από ένα.

Το πώς θα είναι η επόμενη ημέρα όταν θα πρέπει

να πάψω να είμαι παιδί και να γίνω ξανά γυναίκα.





Τενεκές ή λίρα;
Άνθρωποι οι οποίοι ξεχωρίζουν και άνθρωποι που μένουν στα αζήτητα.
Παρουσίες που τραβάνε τη προσοχή των πολλών και παρουσίες οι οποίες είναι μόνιμα στην αφάνεια.
Κάθε άνθρωπος έχει τον χαρακτήρα του. Τον τρόπο του για να τραβάει βλέμματα και να προσελκύει θαυμαστές και κόλακες. Κάποιοι κάνουν θορυβώδη πέρασμα και άλλοι πάλι κάθονται μετρημένοι στη γωνιά τους και πορεύονται συντροφιά με τη σιωπή. Δεν έχουν, ούτε νιώθουν την ανάγκη, να κάνουν θόρυβο. Επιλέγουν συνειδητά να κάνουν κρότο την κατάλληλη στιγμή και μόνο όταν αυτοί το κρίνουν απαραίτητο και αναγκαίο. Είναι ξέρεις χάρισμα, μέσα από την ηρεμία σου και την αυτοσυγκράτηση, να έχεις την δυναμική τελικά, να κατακτάς όλα αυτά που άλλοι ξοδεύουν την ψυχή τους και ξεπουλούν την σάρκα τους για να τα αποκτήσουν. Αλαζονία και εγωισμός; Όχι. Αυτογνωσία!
Είναι προτέρημα να ξέρεις την αξία σου. Σε κάνει να συμπεριφέρεσαι κομψά και ντελικάτα, ξεχωρίζοντας μέσα στο πλήθος. Κάνεις αισθητή τη παρουσία σου μέσα από την λάμψη, η οποία κάποια στιγμή θα τραβήξει τα βλέμματα όλων και ειδικά κάποιων που θα τους οδηγήσει η περιέργεια να μπούνε στο κόπο να δουν από πού προέρχεται αυτή.
Είναι όλα επιλογές και συνέπειες. Είναι επιλογή αν θες να είσαι ο τενεκές που κατρακυλάει στο δρόμο κάνοντας θόρυβο και τραβώντας τη προσοχή της μάζας και αφού σε περιεργαστούν να σε εγκαταλείψουν αδιάφορα στη μέση του πουθενά ή αν θες να είσαι η λίρα που έχει παραπέσει κάπου στην άκρη και περιμένει αυτόν, που δεν θα σκεφτεί την ταλαιπωρία τού να σκύψει και να της δώσει την δέουσα προσοχή και σημασία.
Λοιπόν; Τενεκές ή λίρα;
Η επιλογή δική σου.



Σανίδα σωτηρίας...

Ξέρεις πότε φεύγει κάποιος από τις βολεψιάς τη συνήθεια; Σκέφτηκες ποτέ, πώς από κουτάβι τρομαγμένο μεταμορφώνεται αυτός ο κάποιος σε αγρίμι; Όχι ε; Θα σου πω εγώ, λοιπόν. Φεύγεις, όταν πια έχεις γίνει ένα με το έδαφος, την στιγμή εκείνη που θα νιώσεις ότι έγινες, όχι χαλί για όλους, αλλά πατάκι εισόδου όπου όλοι έχουν αφήσει επάνω σου την λάσπη και δυσοσμία τους. Την στιγμή, που θα νιώσεις παρείσακτη και αόρατη, όταν πια η φωνή σου δεν θα ακούγεται και η ψυχή σου θα κρέμεται οριακά από μια κλωστή. Τότε λοιπόν, περνάει η ζωή σου σαν ταινία μικρού μήκους μπροστά από τα μάτια σου και συνειδητοποιείς το απόλυτο τίποτα. Σε αγκαλιάζει η οργή και σε εκτινάζει ο θυμός στα ύψη. Κοιτάς γύρω σου τρομαγμένη, ο ιδρώτας σε πνίγει και οι παλμοί ανεβαίνουν. Όμως κατά έναν περίεργο τρόπο, ξεπηδάει το ένστικτο της επιβίωσης από μέσα σου και τότε, γεμάτη αυτοπεποίθηση, είναι που ανοίγεις την πόρτα και απλά φεύγεις. Προχωράς στους δρόμους του χάους, γνωρίζοντας πως κανένας δεν θα σου δώσει χέρι βοηθείας. Άνθρωποι του χθες, που σου χτυπούσαν τον ώμο, θα σκορπίσουν. Μόνη θα βρεθείς στα βαθιά νερά του ωκεανού, και με σανίδα σωτηρίας τον εαυτό σου.
Θα γίνεις άριστη κολυμβήτρια γιατί απλά δεν θα έχεις άλλη επιλογή, παρά μόνο την επιβίωση. Ή θα παλέψεις με τα κύματα ή θα πνιγείς στο βαθύ μπλε της θάλασσας. Με συντροφιά τη σανίδα μου, διασχίζω πλέον τα δικά μου νερά, με μόνο στόχο το υψηλότερο σκαλί του βάθρου.
Γιατί; Επειδή πολύ απλά, όσο ακόμη προλαβαίνω, μου αξίζει να γευτώ κι εγώ κάποιες λίγες σταγόνες ζωής


Ένας Απρίλης με την δική του ιστορία..


Την αγάπησε άραγε ποτέ αληθινά ή απλά υπήρξε η γέφυρα για το δικό του απέναντι;
Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό της να μονολογεί και εκατοντάδες ερωτήματα να κατακλύζουν το μυαλό της.
Σκεφτόταν κάθε λέξη, κάθε φράση του κάνοντας αναλύσεις επί των αναλύσεων.
Χανόταν συχνά στη σκέψη της αναπολώντας στιγμές ιδιαίτερες.
Σκέψεις ανάκατες που έφερναν χαμόγελο στα χείλη κι άλλες πάλι θλίψη στο βλέμμα.
Εκεί που έβαζε μια τάξη και ένιωθε σιγουριά, εκεί ξάφνου ένα σύννεφο ομίχλης όλα τα μαύριζε και μπόρα σκέπαζε τη ψυχή της.
Δεν μπορούσε να πιστέψει πως όλα αυτά τα υπέροχα ήταν θέατρο ή ένα βόλεμα δικό του.
Ένας τρόπος για να περάσει ανώδυνα την μετάβαση από την κανονικότητα του στη νέα ζωή που τον περίμενε.
Μια ζωή η οποία ήταν όνειρο και στόχος κι αφού τον πέτυχε άνοιγε τώρα τα φτερά του να πετάξει.
Δεν είχε υπολογίσει όμως κάτι, στις απόλυτα, με σκακιστική ακρίβεια μελετημένες κινήσεις του...
Αψήφησε τα παιχνίδια της ζωής και το κόστος.
Το τι έπρεπε να θυσιάσει.
Όταν το συνειδητοποίησε βέβαια ήταν αργά.
Μια νύχτα του Απρίλη,η ζωή έστησε την δική της παράσταση.
Κάπου εκεί ήταν που αντάμωσε εντελώς τυχαία ένα αγρίμι και παίρνοντάς το στα χέρια του το έπλασε από την αρχή.
Του έδωσε πνοή και μορφή, χαμόγελο και ελπίδα.
Άκουγε τον κάθε ήχο και την κάθε κραυγή του. Ζωντάνεψε κάθε νεκρό κύτταρο και του χάρισε ζωή.
Ζωή αληθινή, γεμάτη έρωτα και αγάπη και το αγρίμι μεταμορφώθηκε σε πριγκίπισσα, η δική του μοναδική πριγκίπισσα και εκκολαπτόμενη βασίλισσα.
Έπιανε τον εαυτό του τις νύχτες να κλαίει κρυφά και να καταργιέτται την ώρα των μεγάλων αποφάσεών του.
Μίλαγε δυνατά γελώντας με τον εαυτό του, πόσο αφελής ήταν όταν θεώρησε πως ήταν ο τυχερός ανάμεσα σε εκατοντάδες που επιλέχτηκε.
Θυμόταν κάθε φορά την απογοήτευση στα πρόσωπα των άλλων και τα βλέμματα τούς επάνω του με μια δόση ζήλειας για το επίτευγμα του.
Θεωρούσαν τυχερό αυτόν και άτυχους αυτούς.
Πολλές φορές είχε ομολογήσει, πόσο βλάκας ήταν όταν καμάρωνε για την επιτυχία του και πόσο τυχεροί οι άλλοι μέσα στην ατυχία τους τελικά.
Έπιανε νύχτες τον εαυτό του να αναπολεί τις εποχές της ανεμελιάς, ειδικά τα αξημέρωτα βράδια όταν η ηρεμία έδινε τη θέση της σε εφιάλτες. Και κάθε που αυτός λύγιζε, αυτή ήταν εκεί να τον στηρίζει, να γίνεται ο βράχος του και απλόχερα να απλώνει την ψυχή της, να τον ζεστάνει δίνοντας του πίσω όλες τις πνοές και ανάσες που αυτός τις είχε χαρίσει. Ένα δώσε πάρε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Χωρίς εγώ χωρίς εσύ, μα ένα ολοκληρωτικό εμείς. Βλέπανε μαζί τον ίδιο ουρανό, αυτός τον ήλιο κι αυτή το σκοτάδι.
Αυτή το φως του κι αυτός η ομίχλη της.
Την αγάπησε άραγε ποτέ, υπήρξε έστω και μια σταγόνα αλήθειας σε όλο αυτόν τον ωκεανό συναισθημάτων;
Τέσσερις φορές έκανε ο Απρίλης τον κύκλο του και απάντηση δεν έλαβε ακόμη.
Κάθε ξημέρωμά της και ένα ίσως ...
Κάθε μέρα του και ένα αν...
Την αγάπησε άραγε ποτέ;
Ποιος ξέρει, ίσως κι αν ναι, θα το δείξει ο επόμενος Απρίλης

Συνέντευξη Νόρα Ξένου Flora Tsikniadopoulou - Jose

  Η Μοναχική Αναζήτηση της Νόρα Ξένου Επιμέλεια συνέντευξης - κειμένου : Φλώρα Ζοζέ Τσικνιαδοπούλου Flora Tsikniadopoulou - Jose Σήμερα θα ...